κουρελιάζω

κουρελιάζω
1. μετ.
1) рвать в клочки, превращать в лохмотья; 2) унижать; позорить; ославлять; 2. αμετ. превращаться в лохмотья

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κουρελιάζω" в других словарях:

  • κουρελιάζω — κουρελιάζω, κουρέλιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουρελιάζω — [κουρέλι] 1. μετατρέπω κάτι σε κουρέλι 2. εξευτελίζω, καταρρακώνω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κουρελιάζω — κουρέλιασα, κουρελιάστηκα, κουρελιασμένος 1. μεταβάλλω σε κουρέλια. 2. εξευτελίζω κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταρρακώνω — (AM καταρρακῶ, όω) μεταβάλλω σε ράκη, καταξεσκίζω, κατακουρελιάζω νεοελλ. κάνω κάποιον ηθικό ράκος, εξευτελίζω, ταπεινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥακῶ «κουρελιάζω» (< ῥάκος)] …   Dictionary of Greek

  • κουρέλιασμα — το [κουρελιάζω] 1. σχίσιμο υφάσματος σε μικρά κομμάτια 2. ψυχικός εκμηδενισμός κάποιου, εξευτελισμός, καταρράκωση …   Dictionary of Greek

  • ξεσκίζω — και ξεσχίζω 1. σχίζω εντελώς, κουρελιάζω 2. γρατσουνίζω («η γάτα τής ξέσκισε το χέρι») 3. μτφ. νικώ κάποιον με μεγάλη διαφορά 4. (το μέσ.) ξεσκίζομαι α) σχίζω το ένδυμα που φορώ («έπεσα κάτω και ξεσκίστηκα») β) κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό… …   Dictionary of Greek

  • πατσαβουριάζω — [πατσαβούρα] μεταβάλλω κάτι σε πατσαβούρα, κουρελιάζω, καταστρέφω, αχρηστεύω κάτι σχίζοντας και λερώνοντάς το …   Dictionary of Greek

  • περιλακίζω — Α σχίζω κάτι από όλες τις πλευρές, καταξεσχίζω, κουρελιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λακίζω «σπαράσσω»] …   Dictionary of Greek

  • ρακώ — όω, ΜΑ [ῥάκος] 1. κουρελιάζω, εξασθενίζω κάτι 2. παθ. ῥακοῡμαι, όομαι ρυτιδώνομαι, ζαρώνω …   Dictionary of Greek

  • τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… …   Dictionary of Greek

  • ξεσκίζω — ξέσκισα, ξεσκίστηκα, ξεσκισμένος 1. προκαλώ αμυχές, γρατσουνίζω: Ξεσκίστηκα στ αγκάθια. 2. σκίζω ολότελα, κουρελιάζω: Ξέσκισε το βιβλίο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»